Site icon TrikalaVoice

Οι δύο εγκύκλιοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1880 προς τους Ιεροψάλτες

Γράφει ο Υποψ. MSc Αθανάσιος Δημητρίου, Αστυνομικός, Πτυχιούχος Θεολογίας, Πρόεδρος Σωματείου Ιεροψαλτών Ν. Τρικάλων

Από τα πρώτα χρόνια η Εκκλησία, έδινε μεγάλη προσοχή και βαρύτητα στην μουσική επένδυση των εκκλησιαστικών ύμνων, γιατί έβλεπε ότι ήταν ορατός ο κίνδυνος της εισόδου στην λατρεία ακατάλληλης  μουσικής. Ακόμη επειδή γνώριζε την ιδιότητα της μουσικής να επιδρά στον ψυχισμό του ανθρώπου, κατά καιρούς έπαιρνε τα απαραίτητα εκείνα μέτρα για την διαμόρφωση συγκεκριμένης εκκλησιαστικής μουσικής .

Η σημειογραφία της εκκλησιαστικής μουσικής αφού πέρασε από τέσσερα στάδια εξέλιξης, κατέληξε το 1814, στο τελευταίο στάδιο, την νέα παρασημαντική, η οποία χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.[1]

Η νέα όμως αυτή σημειογραφία, έχει μορφή αναλυτική, με αποτέλεσμα να μπορεί να γραφεί και η τελευταία ακόμη λεπτομέρεια της μελωδίας. Η νέα λοιπόν παρασημαντική μαζί με την τυπογραφία γίνονται αιτία, χωρίς φυσικά να ευθύνονται, να αλλοιωθεί η και να παραμορφωθεί ακόμη, η ψαλτική παράδοση του 19ου και του 20ου αιώνα, που κυρίως οφείλεται πρωτίστως στην αλλοίωση της ορθόδοξης ζωής και πνευματικότητας.[2]

Οι διάφορες επανεκδόσεις των βασικών ψαλτικών βιβλίων , αλλοίωσαν τόσο την παράδοση, που ανάγκασαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αποστείλει δύο εγκυκλίους, προς τους Ιεροψάλτες, που στόχο είχαν την διαφύλαξη της ψαλτικής παράδοσης.

Στην πρώτη εγκύκλιο που στάλθηκε στις 2 Ιανουαρίου 19880, η εκκλησιαστική μουσική χαρακτηρίζεται ως πολύτιμο κειμήλιο των προγόνων μας, οι οποίοι αναβίβασαν σε τελειότητα την εκκλησιαστική μουσική, η οποία έχει πολλές αρετές. Ζητεί να καθαριστούν   τα μελοποιήματα των νεωτέρων μελοποιών από ιδιωματισμούς της δημώδους ασιατικής μουσικής και να διορθωθούν σύμφωνα με τους κανόνες που έθεσαν οι Πατέρες. Επίσης ζητά κάθε νέα μουσική έκδοση, που θα χρησιμοποιείται στην λατρεία, να χρησιμοποιείται μόνο κατόπιν εγκρίσεως της Μεγάλης Εκκλησίας.

Η δεύτερη εγκύκλιος η οποία στέλνεται έξι ημέρες μετά, στις 8 Ιανουαρίου 1880, καθορίζονται τα μουσικά βιβλία, τα οποία θα χρησιμοποιούν οι Ιεροψάλτες και τα οποία είναι,  το Αναστασηματάριο  και το Ειρμολόγιο του Πέτρου του Βυζαντίου, το Δοξαστάριο του Πέτρου του Πελοποννησίου και το αργό Δοξαστάριο του  Ιακώβου Πρωτοψάλτου. Χερουβικά να ψάλλονται τα σύντομα της εβδομάδος και αυτά του Πέτρου Βυζαντίου,  σε μεγάλες γιορτές και αρχιερατικά συλλείτουργα αυτά του Γρηγορίου και Κων/νου των πρωτοψαλτών. Κοινωνικά των Κυριακών να ψάλλονται του Δανιήλ και του Πέτρου Λαμπαδαρίου, κοινωνικά των εορτών τα του Πέτρου, Δανιήλ και Γρηγορίου. Μεγάλες δοξολογίες να ψάλλονται αυτές των Πέτρου Πελοποννησίου σε ήχο Λέγετο και Άγια, του Πέτρου Βυζαντίου σε ήχο πλ΄.α΄, Ιακώβου σε ήχο α΄ τετράφωνο, β΄, Βαρύ τετράφωνο και πλ΄δ΄, του Δανιήλ σε ήχο Βαρύ διατονικό επτάφωνο και Γρηγορίου σε ήχο πλ΄. β΄ και πλ΄.δ΄. χρωματικό. Σύντομες μόνο του Μανουήλ Πρωτοψάλτου. Τα νεότερα βιβλία η εγκύκλιος υπογραμμίζει να χρησιμοποιούνται στην μελέτη,  μόνο για απόκτηση πείρα κατ’ ιδίαν.

Από τα παραπάνω προκύπτει η ανάγκη δημιουργίας εκκλησιαστικού μουσικού τυπογραφείου, ώστε οι εκδόσεις να τελούν υπό την επίβλεψη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

[1][1] Γρ. Στάθη, «Η των ήχων τερπνότης», Βυζαντινοί μελουργοί, ΜΜΑ 84.
[2] Γρ. Στάθη, πρόλογος στην αναστατική έκδοση του Ειρμολογίου των καταβασιών του Πέτρου του Πελοποννησίου, Αθήνα 1983.

Exit mobile version