Τοπικά

“Φθινοπωρινή Σερενάτα” από τον Χρήστο Γκίμτσα

Γύρισε ξαφνιασμένη, καθώς άκουσε την πόρτα να ανοίγει και να μπαίνει βιαστικά στο σπίτι. «Ακυρώθηκε  η πτήση…»…


Βάδισε βιαστικά προς το δωμάτιο που χρησιμοποιούσε για γραφείο  και μετά από λίγο τον άκουσε να μιλά στο τηλέφωνο με την γραμματέα του, την Βίκυ.
«Ακυρώθηκε η πτήση… και  η σημερινή και η αυριανή. Ειδοποίησε  τους άλλους να μην ταξιδέψουν. Πες  τους πως η συνάντηση αναβάλλεται και θα  συντονιστούμε πάλι για το πότε θα γίνει η επόμενη. Τυχόν έξοδά τους, εννοείται, είναι δικά μας. Εισιτήρια,  ξενοδοχεία και τέτοια. Να ζητήσεις συγνώμη και ότι  λυπόμαστε πολύ.   Πάρε με μόλις τακτοποιήσεις όσα σου είπα».
«Ακυρώθηκε η πτήση τελευταία στιγμή, γαμώτο», ξαναείπε και κινήθηκε προς το μπάνιο.
Βρήκε ευκαιρία και έκρυψε το μικρό σακ  βουαγιάζ που είχε ετοιμάσει, σε μία ντουλάπα. Επειτα πλησίασε την  μεγάλη τζαμαρία του καθιστικού , και άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει στο βάθος του ορίζοντα  και  να συναντήσει την θάλασσα.
Πάντα  ήθελε ένα σπίτι με μεγάλη τζαμαρία, με επίσης μεγάλη βεράντα και την θάλασσα ακριβώς απέναντι της.
Όταν του ζήτησε ένα τέτοιο σπίτι, σχεδόν σαν αστείο, ούτε μπορούσε να φανταστεί πως θα  της το χάριζε, ξεσηκώνοντας  ένα μεγάλο ποσό, από την νεαρή τότε, επιχείρηση , για να της το αγοράσει.
«Το γαμήλιο δώρο », της είπε  λίγο πριν παντρευτούν, δίνοντας της τα κλειδιά.
Ηταν  η εποχή που την διαβεβαίωνε πως  την αγαπούσε πολύ και τον πίστευε.

 

Κοίταξε για μία ακόμη φορά, με την σειρά ,  πρώτα το παρκινγκ του ξενοδοχείου, μήπως και έβλεπε το αυτοκίνητό της, ύστερα το ρολόι και στο τέλος το τηλέφωνό του. Κανένα μήνυμα. Είχε αργήσει , έπρεπε να ήταν ήδη  εδώ και ανησυχούσε. Δίσταζε. Δεν ήξερε αν ήταν μόνη της και αν έπρεπε να της τηλεφωνήσει.
Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες και άρχισε να βηματίζει επάνω στην άμμο της παραλίας. Κάποια στιγμή σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τις κορυφές των φοινίκων  της ακτής  που λικνίζονταν κάτω από την πίεση του ανέμου που συνεχώς δυνάμωνε. Κάποια  σύννεφα στον ορίζοντα,  πύκνωναν και ταξίδευαν  γρήγορα.
«Θα βρέξει», σκέφτηκε.

 

Γύρισε και τον είδε να στέκεται στην πόρτα του μπάνιου φορώντας  το μπουρνούζι του και καθώς τον κοιτούσε, πέρασαν από μπροστά της, σχεδόν είκοσι χρόνια.
Η πρώτη τους γνωριμία στο πανεπιστήμιο, ο μεγάλος έρωτας που ακολούθησε, το μικρό λογιστικό γραφείο του Στέφανου, και  η αυτή στην διόρθωση και την δακτυλογράφηση σε εκείνο τον  εκδοτικό οίκο. Έτσι άρχισαν όλα.
Ήταν δραστήριος ο Στέφανος και μαζί με τα λογιστικά, άρχισε να ασχολείται με την διαχείριση ακινήτων και το λογιστήριο  έγινε σύντομα μία από τις σοβαρότερες εταιρείες στις αγοροπωλησίες ακινήτων. Μα όσο περισσότερο βυθίζονταν  στις δραστηριότητες της επιχείρησης, τόσο περισσότερο  απομακρύνονταν απ’ αυτήν.
Δεν ήταν τα άφθονα κέρδη, αλλά το επιχειρηματικό πάθος που τον είχε κυριεύσει, και όταν  του έλεγε για την μοναξιά της , το κλάμα της όταν εκείνος έλειπε και για το παιδί που δεν είχε έλθει στην ζωή τους,  της  διαβεβαίωνε πως ήταν ο τελευταίος χρόνος, μερικές δουλειές ακόμα και μετά θα άφηνε  την διαχείριση και τις ευθύνες στο  δεξί του χέρι , τον Απόλλωνα και θα άρχιζαν την ζωή  τους από την αρχή. Όπως τότε…
Πάντα τον πίστευε γιατί το είχε ανάγκη και πάντα μετάνιωνε.
Αν την αγαπούσε ακόμα; Ναι , ήταν βέβαιη. Αν είχε ερωμένη; Σίγουρα ναι. Όχι όμως γυναίκα. Την εταιρεία.

 

Προσπαθούσε να ανάψει το τσιγάρο ξαπλωμένη  στην παραλία, χωρίς να τα καταφέρνει. Σχεδόν εκνευρίστηκε με τον αναπτήρα της.
Στην αρχή άκουσε τα βήματα των  γυμνών  του ποδιών πάνω στην άμμο και μετά την ήρεμη φωνή του.
«Μπορώ να σαν βοηθήσω; Ο δικός μου αναπτήρας ανάβει».
Γύρισε ξαφνιασμένη και χωρίς να προλάβει να αντιδράσει, είχε γονατίσει δίπλα της και της άπλωσε το  χέρι με τον αναμμένο αναπτήρα.
Ούτε μπορούσε να φανταστεί πως εκείνη η μικρή φλογίτσα, θα γινόταν σύντομα πυρκαγιά.
Σήκωσε το βλέμμα της  κοιτάζοντας τον στο πρόσωπο και εκείνο που αντίκρισε , ήταν ένα χαμόγελο, κράμα από φως, χαρά και παιδικότητα.
«Μόνη και εσείς;» την  ρώτησε και ξάπλωσε δίπλα της, έτσι χωρίς καν να ζητήσει την άδεια της.
«Εγώ κορόιδεψα τον συνεταίρο μου λέγοντας πως θα πήγαινα σε κάποιους πελάτες και λοξοδρόμησα σε τούτη την παραλία. Το είχα ανάγκη».
Μιλούσε χωρίς επιτήδευση και σχεδόν με αφέλεια. Γεωπόνος ήταν. Στην αγροτική παραγωγή είχαν επενδύσει μαζί με τον συνέταιρό του. Θερμοκήπια με κηπευτικά κυρίως. Ηδη είχαν ένα μεγάλο συσκευαστήριο, δικά τους ψυγεία  και αυτοκίνητα διανομής και προμήθευαν κυρίως μεγάλες αλυσίδες  τροφίμων. Μιλούσε και χαμογελούσε, λες και συζητούσε για τα πιο ευχάριστα πράγματα στον κόσμο.
Στην αρχή τον άκουγε από ευγένεια ,μετά από περιέργεια και στο τέλος γιατί ήθελε να βλέπει εκείνο το χαμόγελο που την είχε κυριεύσει.
«Εσείς;» την ρώτησε.
Αυτή είχε αφήσει τον εκδοτικό οίκο, έγινε ‘’γενικών καθηκόντων’’ στην οικογενειακή εταιρεία και στο τέλος σπίτι και σύζυγος ‘’άνευ χαρτοφυλακίου, είπε γελώντας.
«Παρ’ όλα αυτά, η  δουλειά, δουλειά και θα σας αφήσω. Πρέπει να κάνω μερικά επαγγελματικά τηλεφωνήματα. Πάντως το βράδυ αράζω στο μπαρ του ξενοδοχείου. Αν σαν φέρει ο δρόμος από εκεί…»
Την έφερε.

 

Η συννεφιά είχε φέρει το σκοτάδι νωρίτερα. Τα φώτα της παραλίας είχαν  ανάψει και για πρώτη φορά το τοπίο μπροστά της, φάνταζε αλλόκοτο.
Ένοιωσε την ανάγκη να βγει  για  λίγο στην βεράντα   όπου ένας κρύος αέρας που φυσούσε την έκανε να ανατριχιάσει.
Τον φανταζόταν να βρίσκεται κάπου  στην έρημη ακτή του ξενοδοχείου και να την περιμένει. Εκεί , στην βεράντα, βρήκε την ευκαιρία και του έστειλε το μήνυμα με το τηλέφωνό της, και  που το έσβησε αμέσως.

 

Η Βίκυ τηλεφώνησε στον Στέφανο  πως όλα είχαν τακτοποιηθεί και προσπαθούσε να συντονίσει την επόμενη συνάντηση με την ομάδα των επενδυτών. Η εταιρεία διαπραγματευόταν την πώληση μιας θαυμάσιας παραθαλάσσιας  έκτασης με ισχυρή προμήθεια και ο άντρας της είχε αφοσιωθεί  σ’ αυτήν την δουλειά με ψυχή , σώμα και πάθος. Αλλά μόλις έκλεινε η συμφωνία, της υποσχέθηκε, σχεδόν της ορκίστηκε ,  πως θα  ήταν όλος δικός της.
Το ίδιο της διαβεβαίωσε, από την άνοιξη ακόμα, πως αυτό το καλοκαίρι θα έκαναν διακοπές για τρείς ολόκληρες εβδομάδες  όπου ήθελε, και εκεί θα συζητούσαν για  όλα.

 

Πριν μερικά χρόνια , η εταιρεία είχε αγοράσει ένα ξενοδοχείο σε κάποιο νησί σε τιμή ευκαιρίας, λίγο πριν  πτωχεύσει και  μπουν στην μέση οι τράπεζες, και τώρα είχαν ενδιαφερθεί  κάποιοι ξένοι επενδυτές πρόθυμοι να το αγοράσουν σε εξαιρετική τιμή. Θα έφευγε λοιπόν ο Στέφανος επειγόντως για το νησί, οπότε οι καλοκαιρινές θα αναβάλλονταν για αργότερα, εκτός και αν ήθελε να πάει μαζί του, κάτι που το απέκλεισε, γιατί οι επαγγελματικές συναντήσεις του συζύγου της , ήταν απολύτως βαρετές και αδιάφορες πια.
Θα πήγαινε όμως μερικές ημέρες, όσο θα έλειπε, κάπου μόνη της. Ήθελε να ζήσει λίγο δίπλα στην θάλασσα, που πολύ της έλειψε.
«Καλά θα κάνεις» της είπε καθώς την φιλούσε και έφευγε για το αεροδρόμιο.

 

Εκεί, στο μπαρ του ξενοδοχείου και μετά από δύο ποτήρια κρασιού, ένοιωσε την ανάγκη να βρεθεί πολύ κοντά σε κάποιον άνθρωπο. Έτσι τον ακολούθησε στο δωμάτιο του, όταν της το πρότεινε.
Σε εκείνο το δωμάτιο έζησε τρείς ημέρες μαζί του και δεν το μετάνιωσε. Δεν ήταν απιστία. Ήταν  ένα δυνατό  αντίδοτο στην μοναξιά και στην ερημιά , θηρία αδηφάγα που ροκάνιζαν την ψυχή της. Ήταν ένα μικρό θαύμα, καθώς το χαμόγελο εκείνου του ανθρώπου κατάφερε να την λυτρώσει αυτές τις ημέρες που έζησε μαζί του. Του άνθρωπου που δεν την ρώτησε τίποτα για την ίδια και την ζωή της, για το τι είχε αφήσει πίσω της και ποιος την περίμενε . Τίποτα.
Όταν χώρισαν, την κοίταξε στα μάτια και την ρώτησε με αγωνία,  αν θα  την ξανάβλεπε.
«Θα τηλεφωνηθούμε, θα δούμε…» του απάντησε αόριστα.
Είχε αρχίσει να μπαίνει το φθινόπωρο, όταν το αποφάσισαν. Τότε που ο Στέφανος θα πήγαινε να διαπραγματευτεί την παραθαλάσσια έκταση. Στο ίδιο ξενοδοχείο θα τον συναντούσε.

 

Έμεινε εκεί στην παραλία περπατώντας  αμήχανα, όταν αποφάσισε να της τηλεφωνήσει. Τον πρόλαβε το δικό της μήνυμα : «Αδύνατον, αναβάλλεται». Κατάλαβε. Μάταια περίμενε.
Ξαφνικά το σκοτάδι και το κρύο , μεγάλωσαν απότομα.

 

Καθόταν στον καναπέ, απέναντι από την αγαπημένη της βεράντα και σε λίγο όλα χάθηκαν από τα μάτια της, καθώς  οι βαριές σταγόνες της βροχής , άρχισαν να θολώνουν τα τζάμια απέναντι της.  Μια κραυγή  ξεπήδησε μέσα της με απόγνωση.
«Στέφανε γιατί γύρισες;»
Ευτυχώς, ένα χαμόγελο γεμάτο φως , χαρά και παιδικότητα, πρόβαλε μπροστά της,  σώζοντας την ψυχή της από την θλίψη και την μοναξιά που όρμησαν μέσα της και απειλούσαν.



Christos/gim@gmail.com

 Θες να μαθαίνεις πρώτος τα νέα από το TrikalaVoice.gr;

  Κάνε λήψη από το App Store
  Διαθέσιμο στο Google Play
  Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
  Ακολούθησε μας στο Instagram
  Ακολούθησε μας στο Twitter

Διαβάστε επίσης