*Του Νίκου Μουστάκα / Αρθρογράφος – Msc International Negotiations
Η λειτουργία και η επιρροή του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ευρύτερα γνωστού ως State Department, αποτελεί έναν από τους βασικότερους μοχλούς διαμόρφωσης της παγκόσμιας γεωπολιτικής πραγματικότητας. Ως θεσμός με ιστορική συνέχεια από το 1789, το State Department έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο τόσο στον σχεδιασμό όσο και στην υλοποίηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Στο παρόν άρθρο επιχειρείται μια αντικειμενική αποτίμηση της παγκόσμιας επιρροής του, με βάση τη θεωρητική του πλαισίωση, τις κοινωνικοοικονομικές του επιπτώσεις και παραδείγματα επιτυχών και αποτυχημένων παρεμβάσεών του, ενταγμένα στο σύγχρονο γεωπολιτικό γίγνεσθαι.
Ξεκινάμε λοιπόν, με τη δράση του State Department η οποία εδράζεται στις βασικές αρχές του ρεαλισμού και του φιλελευθερισμού στη διεθνή πολιτική. Ο ρεαλισμός, όπως εκφράζεται από θεωρητικούς όπως ο Hans Morgenthau και ο Kenneth Waltz, δίνει έμφαση στην κρατική κυριαρχία, την επιδίωξη της ισχύος και την αυτοβοήθεια στο άναρχο διεθνές σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό, το State Department λειτουργεί ως εργαλείο προώθησης του εθνικού συμφέροντος των ΗΠΑ, είτε με διπλωματικές πιέσεις είτε με παρεμβάσεις ωμής δύναμης. Αντιθέτως, ο φιλελευθερισμός, εκπροσωπούμενος από σκέψεις όπως του Robert Keohane, προτάσσει τη σημασία των θεσμών, του διεθνούς δικαίου και της οικονομικής διασύνδεσης. Το State Department ενσαρκώνει αυτόν τον διττό ρόλο: από τη μια ενεργεί στο πλαίσιο σκληρής εξωτερικής πολιτικής (π.χ. κυρώσεις), και από την άλλη υποστηρίζει διεθνείς συμφωνίες, την ανάπτυξη της παγκόσμιας διακυβέρνησης και την προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς όμως να αναγνωρίζει και να συμμετέχει σε ορισμένους καίριους θεσμούς όπως το διεθνές δικαστήριο της Χάγης κ.α. Σε αυτό το σημείο, εμπλέκεται το πλαίσιο των θεωριών διεθνών διαπραγματεύσεων όπου ιδιαίτερη σημασία έχει η θεωρία της αμοιβαίας εξάρτησης και της διαπραγματευτικής ισχύος (Power Asymmetry Theory). Το State Department, δηλαδή, συχνά επιτυγχάνει τους στόχους του μέσω ασύμμετρης ισχύος και στρατηγικής χρήσης κινήτρων και απειλών, κάτι που απαντά στη θεωρητική προσέγγιση του Thomas Schelling περί «στρατηγικής δέσμευσης» και «ενίσχυσης αξιοπιστίας μέσω κόστους».
Αλλάζοντας πεδίο ανάλυσης, ερχόμαστε σε μια πιο κοινωνικοοικονομική διάσταση, καθώς η δράση του State Department δεν περιορίζεται στη στρατηγική σφαίρα. Εμπλέκεται ενεργά σε ζητήματα αναπτυξιακής βοήθειας, ενεργειακής πολιτικής, εμπορίου και τεχνολογίας. Η λεγόμενη «οικονομική διπλωματία» αποτελεί πλέον οργανικό κομμάτι της λειτουργίας του. Στην πράξη, η διπλωματία για εμπορικές συμφωνίες, οι παρεμβάσεις σε οικονομικές κρίσεις και η στρατηγική ενεργειακής ασφάλειας συνθέτουν ένα πολύπλοκο πλέγμα επιρροής. Στις μέρες που διανύουμε γίνεται ολοένα και πιο φανερό αυτό, καθώς γινόμαστε μάρτυρες του εμπορικού πολέμου που ξεκίνησε εναντίον του χωρών του κόσμου, ο οποίος όμως δεν έχει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα και δημιουργεί μόνο αναταραχές στις παγκόσμιες αγορές.
Οι θεωρίες του Immanuel Wallerstein περί Παγκόσμιου Συστήματος (World-System Theory) προσφέρουν ένα χρήσιμο πλαίσιο κατανόησης: οι ΗΠΑ, ως χώρα-πυρήνας (core country), χρησιμοποιούν οργανισμούς όπως το State Department για να επηρεάζουν τις ημιπεριφερειακές και περιφερειακές χώρες μέσω δομών εξάρτησης, είτε οικονομικών (δάνεια, επενδύσεις,δασμών) είτε πολιτικών (διπλωματική αναγνώριση, στρατηγικές συμμαχίες). Παράδειγμα αυτού αποτελεί η πρόσφατη πρωτοβουλία PGII (Partnership for Global Infrastructure and Investment), ως εναλλακτική στην κινεζική Belt and Road Initiative. Μέσω του PGII, το State Department συνεργάζεται με εταιρικούς και διακρατικούς εταίρους για επενδύσεις σε υποδομές στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ενδεικτικά νούμερα επενδύσεων ανά γεωγραφική ζώνη είναι τα παρακάτω για την περίοδο 2022-2024. Στην Υποσαχάρια Αφρική το ποσό αγγίζει τα 9.3 δις σε ενέργεια και υγεία. Στη Λ.Αμερική το ποσό αυτό αγγίζει τα 7.8 δις στη ψηφιακή συνδεσιμότητα και ΝΑ. Ασία το αντίστοιχο ποσό φτάνει τα 10.1 δις σε υποδομές και μεταφορές.
Πέρα όμως από τα θεωρητικά στοιχεία και τα οικονομικά δεδομένα, είναι αναγκαίο να δοθεί μια ιδιαίτερη προσοχή στα παραδείγματα επιτυχημένης εμπλοκής του. Αρχικά, στα πρώτα παραδείγματα εντάσσεται η Συμφωνία του Κοσόβου το 1999. Η αμερικανική διπλωματία, υπό την ηγεσία του Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη ειρηνευτικής λύσης στο Κοσσυφοπέδιο. Παρότι η επέμβαση του ΝΑΤΟ αποτέλεσε το στρατιωτικό υπόβαθρο, το State Department οργάνωσε τις μεταπολεμικές δομές, ενισχύοντας θεσμούς και δικαιώματα μειονοτήτων. Χρησιμοποιήθηκαν εργαλεία «διπλωματίας διαμεσολάβησης» (mediation diplomacy) με έμφαση στον διαχωρισμό συμφερόντων και τακτική win-win. Μπορεί η ιστορία του Κοσόβου να κρύβει συμφέροντα, ηγέτες σκοτεινούς και να έχει μείνει στην μνήμη σαν μια ένοπλη διαμάχη με εμπλοκή ντόπιων και ξένων παραγόντων, ωστόσο, αποτελεί μακροσκοπικά και κυνικά ένα επιτυχημένο μείγμα ρεαλισμού, ωμής δύναμης σε πρώτο χρόνο και αρχών του φιλελευθερισμού σε δεύτερο χρόνο. Πάντα μιλώντας με όρους στυγνής πολιτικής για τους εμπλεκόμενους παράγοντες και όχι για τους λαούς των κρατών που υπέφεραν.
Ένα ακόμα επιτυχημένο παράδειγμα εμπλοκής του είναι η JCPOA ( Joint Comprehensive Plan of Action) η αλλιώς – Συμφωνία για τα Πυρηνικά του Ιράν του 2015. Με πρωταγωνιστή τον υπουργό Εξωτερικών Τζον Κέρι, το State Department διαπραγματεύτηκε την JCPOA βασισμένο σε θεωρίες «σταδιακής παραχώρησης» (incrementalism) και «πολλαπλών μερών». Η συμφωνία περιόρισε το ιρανικό πρόγραμμα και δημιούργησε πρότυπο πολυμερούς προσέγγισης.
Αλλάζοντας σελίδα προχωράμε στην αποτύπωση παραδειγμάτων αποτυχημένης εμπλοκής σε όρους πάλι στυγνής πολιτικής. Σε αυτό το σημείο έρχεται η εισβολή στο Ιράκ το 2003. Η στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ, παρά τις διπλωματικές προσπάθειες, παρακάμπτει το State Department, αποδυναμώνοντας την θεσμική διαπραγμάτευση. Η αποτυχία ανοικοδόμησης, η αποδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού και η ενίσχυση του ISIS κατέδειξαν τα όρια της στρατιωτικής ισχύος χωρίς θεσμική συναίνεση. Η σχετική αποτυχία μπορεί να εξηγηθεί μέσω της θεωρίας «διαπραγμάτευσης με έλλειψη πληροφόρησης» (bargaining under incomplete information).Αυτή καθαυτή η αποτυχία άφησε επίσης έκθετη την αμερικανική πολιτική στους πολέμιους του δυτικού τρόπου ζωής. Στην Αυγή του 21ου αιώνα βρήκαν πάτημα για την αναγέννηση του εξτρεμισμού, σε μια περίοδο που εξαιτίας της 11ης Σεπτεμβρίου, βρισκόταν με τη πλάτη στο τοίχο και η αποτυχημένη επέμβαση στο Ιράκ τους προσέφερε ξανά ερείσματα διαμάχης. Μια επόμενη αποτυχημένη διαχείριση ήταν ο χειρισμός της Αραβικής Άνοιξης το 2011. Η αμερικανική στάση ήταν αντιφατική και ευκαιριακή χωρίς πολιτική και στρατηγική πυξίδα. Η αποτυχία πρόβλεψης των εξελίξεων και έλλειψη μακροπρόθεσμης στρατηγικής διακυβέρνησης αποτυπώνει την απουσία θεσμικής «στρατηγικής πρόβλεψης». Στην Αίγυπτο, η αποδοχή του στρατιωτικού πραξικοπήματος υπονόμευσε το αφήγημα περί δημοκρατικής ενίσχυσης.
Ερχόμενοι στο σήμερα και στις σύγχρονες εξελίξεις, η κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία από το 2022, οδήγησε το State Department να ηγηθεί ενός παγκόσμιου μετώπου κυρώσεων και στρατηγικής υποστήριξης του Κιέβου. Το μέλλον των διαπραγματεύσεων στηρίζει το σενάριο διπλωματικής εξόδου, όπου η θεωρία της «διπλωματίας ανάσχεσης» (containment diplomacy) βρίσκεται στο επίκεντρο. Παράλληλα, ενισχύεται η δημόσια διπλωματία με τη χρήση social media, υπονομεύοντας τις παραδοσιακές μεθόδους. Με την εκλογή Τραμπ οι λεπτές ισορροπίες της παραπάνω διαδικασίας, έχουν ανατραπεί εν μέρει αλλά όσο και να φαίνεται περίεργο, σε μεσομακροπρόθεσμο πλαίσιο η διαδικασία διατηρείται περίπου ίδια ακόμα και μετά την υποτιθέμενη απόσυρση των ΗΠΑ από τον ρόλο του διαμεσολαβητή στο Ουκρανικό. Το State Department δεν είναι σε θέση, εκ του ρόλου του, να αφήσει στο έλεος του χρόνου και ξένων ηγετών τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε οποιαδήποτε μεριά του πλανήτη. Αυτό δεν προϋποθέτει φανερή παρουσία, αντιθέτως,στο συγκεκριμένο ζήτημα η μυστική διπλωματία και το κούνημα των νημάτων από το παρασκήνιο ενεργούν προς όφελος των ΗΠΑ,ακόμα και αν καμία πλευρά δεν θέλει να παραδεχτεί τα παραπάνω.
Καταλήγοντας, είναι αναγκαίο να τονιστεί πως τα παραπάνω δεν ήταν προσπάθεια υποστήριξης ή καταγγελίας θέσεων και επιλογών του State Department. Αντιθέτως, επιχειρήθηκε μια ψύχραιμη αποτύπωση της λειτουργίας, δράσης και διάστασης ενός θεσμού των ΗΠΑ ο οποίος αποτελεί θεσμική ραχοκοκαλιά της αμερικανικής διεθνούς πολιτικής. Η επίδρασή του στην παγκόσμια τάξη εξαρτάται από τον συσχετισμό ισχύος εντός και εκτός ΗΠΑ, την ποιότητα των ηγεσιών του, την αποδοχή των εταίρων και την ικανότητά του να αναπροσαρμόζει τις προτεραιότητές του. Η ιστορική εμπειρία αποδεικνύει ότι όταν λειτουργεί ως διπλωματικός καταλύτης και όχι ως εργαλείο επιβολής, το State Department μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στην παγκόσμια σταθερότητα. Αντίθετα, όταν περιθωριοποιείται ή υποτάσσεται σε στρατιωτικές λογικές, χάνει την αξιοπιστία του. Το μέλλον του, εν μέσω γεωπολιτικών ανακατατάξεων, θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητά του να προωθήσει ένα νέο διεθνές ήθος: αυτό της πολυμέρειας, της διαφάνειας και της βιώσιμης παγκόσμιας συνεργασίας. Σε ένα κόσμο που επιλέγει συχνά πυκνά τα τελευταία χρόνια τον απομονωτισμό και τα άκρα, το State Department είτε θα αποτελέσει νησίδα παγκόσμιας σταθερότητας και συνεργασίας είτε θα αποτελέσει όργανο επιβολής αλλοπρόσαλλων πολιτικών που αποσταθεροποιούν το διεθνές γίγνεσθαι, μειώνουν το ηθικό και πολιτικό ανάστημα της Δύσης και δίνουν προβάδισμα στον προστατευτισμό-απομονωτισμό.
Είδομεν..
Θες να μαθαίνεις πρώτος τα νέα από το TrikalaVoice.gr;
Διαθέσιμο στο Google Play
















